σπιτήσιος

σπιτήσιος
-α, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, οικιακός («σπιτήσια ζεστασιά»)
2. (για εδέσματα) αυτός που κατασκευάζεται στο σπίτι, σπιτικός (α. «σπιτήσιο γλυκό» β. «σπιτήσιο ψωμί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπίτι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουν-ήσιος)).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • σπιτικός — ή, ό, Ν [σπίτι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι 2. αυτός που παρασκευάζεται στο σπίτι, σπιτήσιος («σπιτικά γλυκά») 3. αυτός που ανήκει στην ίδια οικογένεια, συγγενικός 4. το ουδ. ως ουσ. το σπιτικό α) οικογένεια (α. «είναι από παλιό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”