- σπιτήσιος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, οικιακός («σπιτήσια ζεστασιά»)2. (για εδέσματα) αυτός που κατασκευάζεται στο σπίτι, σπιτικός (α. «σπιτήσιο γλυκό» β. «σπιτήσιο ψωμί»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σπίτι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουν-ήσιος)).
Dictionary of Greek. 2013.